- σφακτος
- σφακτός3[adj. verb. к σφάζω См. σφαζω] заколотый, зарезанный
σφακτέ κυσὴν δαίς Eur. — зарезанная (и брошенная) собакам добыча
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σφακτέ κυσὴν δαίς Eur. — зарезанная (и брошенная) собакам добыча
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σφακτός — ή, όν, Α βλ. σφαχτός … Dictionary of Greek
σφακτά — σφακτός slain neut nom/voc/acc pl σφακτά̱ , σφακτός slain fem nom/voc/acc dual σφακτά̱ , σφακτός slain fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτῶν — σφακτός slain fem gen pl σφακτός slain masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτόν — σφακτός slain masc acc sg σφακτός slain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακτοῦ — σφακτός slain masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόσφακτος — ον, Α αυτός που σφάχθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεό σφαχτος] … Dictionary of Greek
σφαχτός — ή, ό / σφακτός, ή, όν, ΝΑ [σφάζω] αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό α) το σφάγιο, το σφαχτάρι β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή … Dictionary of Greek